- ἑτερόζυγος
- ἑτέροζυξyoked singlymasc gen sgἑτερόζυξmasc gen sgἑτερόζυγοςunevenly yokedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερόζυγος — η, ο (ΑΜ ἑτερόζυγος, ον) 1. συζευγμένος ή συνδεδεμένος αταίριαστα με κάποιον άλλο 2. (για ζυγαριά) ετεροβαρής, ετεροκλινής νεοελλ. ετεροβαρής, άδικος μσν. συζευγμένος με κάποιον άλλο, ταιριασμένος αρχ. 1. (για αγγεία) αταίριαστος, διαφορετικός 2 … Dictionary of Greek
ετερόζυγος οργανισμός — Είναι το υβρίδιο που προέρχεται από την ένωση δύο γαμετών με διαφορετική γονοτυπική σύσταση (παραδείγματος χάριν άνθος κόκκινο και άνθος λευκό). Φέρει δύο διαφορετικά αλληλόμορφα γονίδια στις δύο αντίστοιχες θέσεις ενός ζεύγους ομολόγων… … Dictionary of Greek
ἑτεροζύγως — ἑτερόζυγος unevenly yoked adverbial ἑτερόζυγος unevenly yoked masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόζυγον — ἑτερόζυγος unevenly yoked masc/fem acc sg ἑτερόζυγος unevenly yoked neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροζύγοις — ἑτερόζυγος unevenly yoked masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτεροζύγῳ — ἑτερόζυγος unevenly yoked masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑτερόζυγοι — ἑτερόζυγος unevenly yoked masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροζυγώ — ἑτεροζυγῶ, έω (ΑΜ) [ετερόζυγος] μσν. διαφωνώ αρχ. 1. (για ζώα) α) είμαι ετερόζυγος, είμαι ζευγμένος με ζώο άλλου είδους β) σύρω με άνιση δύναμη 2. μτφ. συνοδοιπορώ με κάποιον που δεν μού ταιριάζει («μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῡντες ἀπίστοις» μη… … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek
ετεροζυγία — η (ΑΜ ἑτεροζυγία) [ετερόζυγος] (κυρίως για πλάστιγγες) η κλίση, η ροπή προς το ένα από τα δύο μέρη (α. «κρούσασαι [αἱ πλάστιγγες] ἀνὰ μέρος ἑκατέρα κατὰ τὴν ἑτεροζυγίαν» β. «ἑτεροζυγία τῆς διανοίας») … Dictionary of Greek